ίσασμα

ίσασμα
το , ίσασμός ο
1) выравнивание, уравнивание; выпрямление; выправление; 2) исправление, ремонтирование; 3) улаживание, приведение (дел) в порядок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ίσασμα" в других словарях:

  • ίσασμα — ίσασμα, το και ίσιασμα, το, ατος ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, τακτοποίηση: Ίσιασμα της λαμαρίνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίσασμα — και ίσιασμα, το [ισάζω] ισασμός*, ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση …   Dictionary of Greek

  • ίσιασμα — και ίσασμα, το [ισιάζω] ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση …   Dictionary of Greek

  • ίσιασμα — το βλ. ίσασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξομάλυνση — η 1. ισοπέδωση, ίσασμα, αφαίρεση ανωμαλιών, εξομαλισμός. 2. μτφ., διευθέτηση (διαφορών), τακτοποίηση, ξεκαθάρισμα, ξεμπέρδεμα: Είναι δύσκολη η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών διαφορών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισασμός — ισασμός, ο και ισιασμός, ο ίσασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»